σχῆμα

σχῆμα
σχῆμα, ατος, τό, ([etym.] ἔχω, σχεῖν)
A form, shape, figure, E.Ion238, Ar.V. 1170, Pl.R.601a, Thphr.Ign.52, etc.;

καθ' Ἡρακλέα τὸ σ. καὶ τὸ λῆμ' ἔχων Ar.Ra.463

;

διερεισαμένη τὸ σ. τῇ βακτηρίᾳ Id.Ec.150

;

Ἱππομέδοντος σ. καὶ μέγας τύπος A.Th.488

: in Trag. freq. in periphr., ὦ σ. πέτρας, = πέτρα, S.Ph.952;

σ. καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων E.Med. 1072

;

σ. δόμων Id.Alc.911

(anap.), cf. Hec.619; Ἀσιάτιδος γῆς ς. Id.Andr.1: in pl., of one person, φωτὸς κακούργου σχήματ' Id.Fr.210; μορφῆς σχῆμα or σχήματα, Id.Ion992, IT292, cf. IG3.1417.14;

τὴν αὐτὴν τοῦ σ. μορφήν Arist.PA640b34

(but ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων, opp. σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος, Ep.Phil.2.6 and 8);

τὰ σ. καὶ χρώματα Pl.R.373b

;

σχήμασι καὶ χρώμασι μιμεῖσθαι Arist.Po.1447a19

; κατὰ χρόαν ἢ ὄγκον ἢ σ. [τοῦ προσώπου] Gal.18(2).309; ὅσα παθήματα γίνεται ἀπὸ σχημάτων caused by peculiar conformations, Hp.VM22.
b atom, imagined as differing from other atoms mainly in shape,

ἐκ περιφερῶν συγκεῖσθαι σχημάτων Democr.

ap. Thphr.Sens.65; ἐκ μεγάλων σ. καὶ πολυγωνίων ib.66, cf. 67,al., Od.64.
2 appearance, opp. the reality, οὐδὲν ἄλλο πλὴν . . ς. a mere outside, E.Fr.25, cf. 360.27, Pl.R.365c; show, pretence,

ἦν δὲ τοῦτο . . σ. πολιτικὸν τοῦ λόγου Th.8.89

;

οὐ σχήμασι, ἀλλὰ ἀληθείᾳ Pl.Epin.989c

; σχήματι ξενίας under the show of . . , Plu.Dio16, etc.
3 bearing, air, mien, Hdt.1.60;

τύραννον σ. ἔχειν S.Ant.1169

; ἄφοβον δεικνὺς ς. X.Cyr.6.4.20; ταπεινὸν ς. ib.5.1.5; ὑπηρέτου ς. D.23.210;

τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ Id.21.72

; ὄμμασι καὶ σχήμασι καὶ βαδίς ματι φαιδρός gestures, X.Ap.27, cf. Mem. 3.10.5; esp. outside show, pomp, τὸ τῆς ἀρχῆς ς. Pl.Lg.685c; dignity, rank, οὐ κατὰ σ. φέρειν τι in a manner not dignified or seemly, Plb.3.85.9, cf. 5.56.1, Plu.2.44a, 631c, Luc.Peregr.25; πρεσβείας, ἱερείας ς., Aristid.1.490 J., Inscr.Olymp.941; ἔχει τι ς., c. inf., there's something to be said for . . , E.Tr.470, cf. IA983; of the stately air of a horse, X.Eq.1.8,7.10.
4 fashion, manner,

ἑτέρῳ σ. ζητεῖν Hp.VM2

; σ. μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει fashion of dress, S.Ph. 223;

σ. τοῦ κόσμου E.Ba.832

, 1 Ep.Cor.7.31; σ. βίου, μάχης, E.Med. 1039, Ph.252 (lyr.); τούτῳ . . κατῴκουν τῷ ς. Pl.Criti.112d.
b dress, equipment,

ἀρχαίῳ σ. λαμπρός Ar.Eq.1331

; βαβαιὰξ τοῦ ς. Id.Ach.64, cf. X.Oec.2.4, Theoc.10.35, App.BC1.16; τὸ τῆς πορφύρας ς., = Lat. latus clavus, IGRom.3.1422 ([place name] Prusias); ἐν τῷ σ. ἱερέ[ως] ib. 69.17 (ibid., cf. Glotta 14.80), cf.Sammelb.7449.10 (V A.D.), PLond.5.1729.25 (vi A.D.).
5 character, role, μεταβαλεῖν τὸ ς. Pl.Alc.1.135d;

πάντα σ. ποιεῖν Id.R.576a

;

ἐν μητρὸς σχήματι Id.Lg.918e

, cf. 859a; ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτῶν ς. to recover their proper character, X.Cyr.7.1.49.
6 character, characteristic propetry of a thing, [πόλεως] Th.6.89;

πολιτείας Pl.Plt.291d

; βάσιλείας σ. ἔχει the form of monarchy, Arist.EN1160b25;

τὸ σ. τῆς λέξεως δεῖ μήτε ἔμμετρον εἶναι μήτε ἄρρυθμον Id.Rh.1408b21

(but τὰ σ. τῆς λέξεως the forms (modes) used in poetry, such as entreaty, threat, command, Id.Po.1456b9); τὰ τῆς κωμῳδίας ς. its characteristic forms, ib.1448b36; ἐν σχήματι νόμου in form of law, Pl.Lg.718b; ἐν ἀπολογίας ς. Isoc.15.8; ἐν μύθου ς. Arist.Metaph.1074b2, cf. Pl.Ti.22c; τὸ τῆς διαίτης ς. Gal.15.582;

αἱ κατὰ σχήματα πυρετῶν διαφοραί Id.19.183

.
7 a figure in Dancing, Ar.V.1485: mostly in pl., figures, gestures (cf. σχημάτιον), E.Cyc. 221, Ar.Pax323, Pl.Lg.669d, Epigr. ap. Plu.2.732f, etc.;

σχήματα πρὸς τὸν αὐλὸν ὀρχεῖσθαι X.Smp.7.5

; ἐν . . μουσικῇ καὶ σχήματα . . καὶ μέλη ἔνεστι figures and tunes,
Pl.Lg.655a; also of the postures of an athlete, Isoc.15.183: generally, posture, position, Hp.Off.11, al., Ar. Ra.538(lyr.), Thphr.Lass.3,14; of the foetus, Sor.2.55; τὸ τῆς κατακλίσεως ς. the patient's attitude as he lies in bed, Gal.16.578, cf. 665; cf.

σχηματίζω 11.3

.
b Rhet., figure of speech, Pl.Ion536c, Cic.Brut. 37.141, etc.; [

ἡ τοῦ Θουκυδίδου φράσις] πλήρης σχημάτων D.H.Pomp. 5

, cf. Amm.2.2; for σ. Πινδαρικόν, etc., v. Hdn.Fig.p.100S.
c in Logic, figure of a syllogism, Arist.APr.26b33,al., Thphr.Fr.59.
d τὸ σ. τῆς λέξεως, both the grammatical form of a sentence, Arist.SE 166b10, cf. Gal.16.709, etc.; and its rhythmical form, Arist.Rh.l.c. supr.6, etc.
e grammatical form of a word, Hp.Vict.1.23, D.T.635.21, A.D.Pron.17.25,al.
8 geometrical figure, Arist.de An.414b20, al., Onos.10.28;

μονωτάτη πάντων ἀριθμῶν δυὰς σχήματος οὐκ ἔστιν ἐπιδεκτική Theol.Ar.7

.
b phase of the moon, Ptol.Tetr.21, Vett.Val. 106.28.
c Astrol., aspect, Plot.2.3.1, Man.3.5,212, al.
d configuration of birds in augury, τοῖς τῶν γυναικῶν σχήμασι σῷ ζεσθαι to be saved by the configurations (of birds) appropriate to women, Gal.15.445.
9 in Tactics, military formation, X.An.1.10.10.
10 = τὸ αἰδοῖον LXXIs.3.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχῆμα — form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …   Dictionary of Greek

  • σχήμα — το, ατος 1. μορφή, όψη κάποιου πράγματος: Μου αρέσει το σχήμα αυτού του βιβλίου. 2. «γεωμετρικό σχήμα», τρίγωνο, τετράγωνο, κύκλος κτλ. 3. «σχήμα λόγου», ιδιορρυθμία λόγου είτε ως προς τη γραμματική συμφωνία των όρων της πρότασης είτε ως προς τη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακόλουθο σχήμα — Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο η συντακτική δομή του λόγου παρεκκλίνει από αυτήν που επιβάλλουν οι αρμόδιοι συντακτικοίκανόνες. H αντιγραμματική διαχείριση της συντακτικής πλοκής του λόγου συντείνει στη δραστικότερη απόδοση της σκέψης του… …   Dictionary of Greek

  • αγγελικό σχήμα — Το ένδυμα που φορά, μετά την κουρά, ο μοναχός ή η μοναχή. Το ευχολόγιο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας διακρίνει τρεις τάξεις μοναχών που έχουν περιβληθεί το α.σ.: την τάξη του ρασοφόρου, την τάξη του μικρόσχημου και την τάξη του μεγαλόσχημου …   Dictionary of Greek

  • αντίφραση — Σχήμα ρητορικό που σημαίνει τη χρησιμοποίηση μιας έκφρασης, μιας φράσης ή μιας λέξης με την αντίθετη έννοια από αυτή που έχει στην πραγματικότητα. Γίνεται συχνά για ειρωνεία ή κατ’ ευφημισμόν. * * * η λεκτικός τρόπος κατά τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”